- όναρ
- το (Α ὄναρ)1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο2. φρ. «κατ' όναρ» — στον ύπνο, σε όνειροαρχ.1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό2. (ως επίρρ.) ὄναρσε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.)3. φρ. «κατ' ὄναρ» — λόγω ονείρου4. (παροιμ. φρ. στον Πλάτ.) «τὸ ἐμὸν γ'..., ἐμοὶ λέγεις ὄναρ» — μού λες πράγματα γνωστά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄναρ, πολύ αρχαία, ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή και συνδέεται με τους αντίστοιχους τ. δύο γειτονικών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: αρμ. anurj (< *onōr-jo- με -ōr-, που θυμίζει τα ουδ. σε -ωρ-, πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αλβ. aderre / enderre (< *onryo-). Από το θ. τής λ. ὄναρ με φωνήεν -ε- και επίθημα -ιος (-*yos), σχηματίστηκε αργότερα ο τ. ὄνειρος (< ὄνερ-yos), κύριο όνομα που δήλωνε τον θεό τών ονείρων. Η λεσβιακή διάλεκτος εμφανίζει τ. ὄνοιρος (< ὄνορ- yos, με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r-, ως -ορ-), ενώ το αρκτ. α- τού τ. ἄναιρος τής κρητικής διαλέκτου (< *ἄναρ-γος) οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής πρόθεσης ἀνά (πρβλ. ὕπαρ: ὑπό). Από το αρσ. ὄνειρος, σχηματίστηκε και επικράτησε στη Νέα Ελληνική το ουδ. ὄνειρο(ν), πιθ. κατά το γένος τών συνωνύμων ἐνύπνιον, εἴδωλον. Με συμφυρμό, τέλος, τών ὄναρ και ὄνειρος σχηματίστηκε ο τ. ὄνειραρ, -ατος, τού οποίου οι πλάγιες πτώσεις και ο πληθ. αριθ. (ὀνείρατος, ὀνείρατα), συμπλήρωσαν την κλίση τού ὄναρ.ΠΑΡ. (Από θ. ονειρ- τού όνειρος) ονειρώδης, ονειρώττωαρχ.ονείρειος, ονειρήειςαρχ.-μσν.ονειράζομαιμσν.ονειρούμαινεοελλ.ονειρεύομαι, ονειριάζομαι, ονειρικός, ονειρισμός. (Από θ. ονειρατ- αρχ. ονειρατικός, ονειράτιονμσν.ονειρατεύομαι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ὄνειρος / ὄνειρο[ν]) ονειροκρίτης, ονειρολογία, ονειρολύτης, ονειρομάντης, ονειρόπληκτος, ονειροπόλος, ονειροσκόπος, ονειροφαντασίααρχ.ονειραιτητώ, ονειραυτοπτώ, ονειρογενής, ονειρόγονος, ονειροδείκτης, ονειροδότης, ονειρολεκτώ, ονειρολεσχία, ονειροπάτωρ, ονειροπλήξ, ονειροπομπός, ονειροπώλης, ονειροτόκος, ονειρόφαντος, ονειρόφοιτος, ονειρόφρωνμσν.ονειροπλεξία, ονειροποιός, ονειρόσοφος, ονειρόφοβοςμσν.- νεοελλ.ονειρομαντεία, ονειρόπλαστοςνεοελλ.ονειροβάμων, ονειροβατώ, ονειρογέννητος, ονειρόδραμα, ονειροειδής, ονειροθεραπεία, ονειρολόγος, ονειροξεδιαλύτρα, ονειροπαρμένος, ονειροπλασμένος, ονειροφάντασμα, ονειροψάλτης, ονειρωδυνία. (Β' συνθετικό -όνειρος) αρχ. βραχυόνειρος, δυσόνειρος, εικελόνειρος, ευθυόνειρος, ευόνειρος, ηδυόνειρος, ισόνειρος, ολιγόνειρος, πολυόνειρος, ψευδόνειρος].
Dictionary of Greek. 2013.